ετερούας

ετερούας
ἑτερούας, -ατος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
(ορθότ. ἑτέρουας)
1. αυτός που έχει ένα αφτί
2. (για αγγείο) αυτός που έχει μία μόνο λαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + ούας, μτγν. τ. τού ους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑτερούας — ἑτερούᾱς , ἑτερούας one eared masc acc pl ἑτερούᾱς , ἑτερούας one eared masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”